προσκαταχωρίζω

προσκαταχωρίζω
Α
1. καταχωρίζω, καταγράφω επί πλέον
2. προσθέτω πιστωτικό ποσό στο κατάστιχο τράπεζας
3. παθ. προσκαταχωρίζομαι
(για έγγραφο) συνάπτομαι ή παραδίδομαι μαζί με άλλο έγγραφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”